Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σηκώνομαι στα

  • 1 πανί

    τό
    1) полотно; ткань;

    γίνομαι σαν το πανί — бледнеть;

    2) тряпка;
    3) пелёнка; 4) парус;

    βάρκα με πανί — парусная лодка;

    5) экран;

    § κάνω ( — или σηκώνω) πανίά — отплывать, отчаливать;

    σηκώνομαι στα πανίά — а) стоять под парусами, готовиться к отходу, отчаливанию; — б) перен. собираться уходить, отчаливать;

    στέκομαι στα πανίά — быть в готовности, быть начеку;

    μένω πανί με πανί — оставаться без грошо, оказываться на мели;

    ενα πανί είναι όλοι τους — они из одного теста сдёланы, одного поля ягода

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πανί

См. также в других словарях:

  • αναχαιτίζω — (AM ἀναχαιτίζω) εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι μσν. (αμτβ.) 1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ 2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου αρχ. Ι. (αμτβ.) 1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια 2 …   Dictionary of Greek

  • πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδώ — ορθοπόδησα 1. παίρνω στάση όρθια, στέκομαι, σηκώνομαι στα πόδια. 2. μτφ., βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, ευημερώ, προκόβω, πάω καλά: Πρέπει η γεωργία μας να ορθοποδήσει γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • πετάγομαι — πετάγομαι, πετάχτηκα, πετα(γ)μένος βλ. πίν. 22 Σημειώσεις: πετιέμαι – πετάγομαι : το πετιέμαι (και σπάνια το πετάγομαι) χρησιμοποιείται ως παθητικό του πετάω κυρίως με την έννοια → με απορρίπτει κάποιος ως άχρηστο (π.χ. τα σκουπίδια πρέπει να… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πετιέμαι — πετιέμαι, πετάχτηκα, πετα(γ)μένος βλ. πίν. 65 Σημειώσεις: πετιέμαι – πετάγομαι : το πετιέμαι (και σπάνια το πετάγομαι) χρησιμοποιείται ως παθητικό του πετάω κυρίως με την έννοια → με απορρίπτει κάποιος ως άχρηστο (π.χ. τα σκουπίδια πρέπει να… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναείρω — ἀναείρω (Α) 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω 2. μεταφέρω, παίρνω 3. μέσ. σηκώνω στα χέρια μου, αποκομίζω 4. παθ. ανυψώνομαι, σηκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀείρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»